αστυκλινική

αστυκλινική
η
κλινική της πόλης, πολυκλινική.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άστυ + κλινική. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στα Βασιλικά Διατάγματα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αστυκλινική — η κλινική μεγάλης πόλης που συνήθως χρησιμεύει και για εξάσκηση των νέων γιατρών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άστυ — Τίτλος δύο εφημερίδων. 1. Εβδομαδιαία γελοιογραφική εφημερίδα που εκδιδόταν από το 1885 έως το 1889 στην Αθήνα πρώτα από τον Μπ. Άννινο και στη συνέχεια από τον Θ. Άννινο. Με την εφημερίδα αυτή συνεργάστηκαν κατά διαστήματα ο Γ. Σουρής, ο Δ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”